διαβατήριο

διαβατήριο
Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που εγγράφεται στο ίδιο το δ. (σφραγίδα κλπ.) από τα προξενεία, πριν από την αναχώρηση ή κατά την είσοδο στην ξένη χώρα. Σε πολλές περιπτώσεις το δ. δεν είναι απαραίτητο για τη μετάβαση σε άλλη χώρα όταν υπάρχουν ειδικές συμφωνίες, όπως για παράδειγμα αυτές που έχουν υπογραφεί στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα εθνικά δελτία ταυτότητας αρκούν για τη μετακίνηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που έχουν αποδεχτεί τις συμφωνίες αυτές. Ο θεσμός της υποχρεωτικής χρήσης δ. είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων, παρότι και στην αρχαιότητα, ακόμα και στις πρωτόγονες κοινωνίες, η μετακίνηση των προσώπων, και μάλιστα επίσημων (πληρεξουσίων, διπλωματικών ή εμπορικών αντιπροσώπων), συνοδευόταν συνήθως από έγγραφα, συμβολικά δώρα ή άλλα σύμβολα (π.χ. κλαδί από δέντρο). Στις κοινές, όμως, μετακινήσεις προσώπων γίνονταν συνοριακοί έλεγχοι, αλλά χωρίς την ύπαρξη τυπικών εγγράφων ή συμβόλων. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και κατά τον Μεσαίωνα· την περίοδο αυτή, όμως, τα διπλωματικά έγγραφα άρχισαν να υπάγονται σε ολοένα και πιο τυπικούς κανόνες. Η χρήση του δ. γενικεύτηκε με τη δημιουργία του νεότερου κράτους, με βάση την εδαφική κυριαρχία, την απολυταρχία και τον οικονομικό προστατευτισμό που επέβαλε –ιδιαίτερα κατά την περίοδο του μερκαντιλισμού (16ος−18ος αι.)– τον αυστηρό έλεγχο, ιδίως στις μετακινήσεις των ειδικευμένων εργατών και τεχνιτών ακόμα και από επαρχία σε επαρχία του ίδιου κράτους (εσωτερικά δ.). Η Γαλλική επανάσταση και η δημιουργία εθνικών κρατών και εθνικών στρατών που επακολούθησε οδήγησαν στη γενίκευση των δ., με μοναδικές εξαιρέσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νορβηγία και την Ελβετία. Αργότερα, χάρη στη διάδοση των ιδεών του φιλελευθερισμού, η μετακίνηση των προσώπων από χώρα σε χώρα έγινε και πάλι ελεύθερη. Στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ο θεσμός των δ. δεν ίσχυε παρά σε λιγοστές μόνο χώρες της Νότιας Αμερικής, στην Περσία, στην Τουρκία, στη Ρωσία καθώς και σε τρεις βαλκανικές χώρες, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στα νεότερα χρόνια η χρήση του δ. γενικεύτηκε και έγινε αυστηρή, ακόμα και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου σπάνια γινόταν χρήση δ. παλαιότερα. Οι προσπάθειες της Κοινωνίας των Εθνών για μια πιο ευέλικτη αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος έμειναν άκαρπες και μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε συνειδητή η ανάγκη για πιο φιλελεύθερους θεσμούς, στα πλαίσια ιδίως των νέων τάσεων ομοσπονδοποίησης, όπως στο παράδειγμα των ενδοευρωπαΐκών διακανονισμών που αναφέρθηκε προηγουμένως. Ανάλογη προσπάθεια καταβλήθηκε εξάλλου και στον τομέα της διακίνησης των εκατομμυρίων προσφύγων και των απατρίδων (δ. Νάνσεν από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών, Ευρωπαϊκή Συμφωνία στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, 1959, κ.ά.). Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι αρμοδιότητα έκδοσης δ. έχουν και ορισμένες διεθνείς οργανώσεις ή θεσμοί, όπως ο ΟΗΕ, το Βατικανό, το Τάγμα της Μάλτας, για πρόσωπα που τελούν σε καθεστώς εξάρτησης απέναντί τους. Η κατοχή ενός έγκυρου δ. από ένα άτομο δεν συνεπάγεται αυτόματα υποχρέωση για ένα κράτος να δεχτεί τον ξένο αυτό υπήκοο στο έδαφός του. Όσον αφορά τα είδη δ., ποικίλλουν κατά περιπτώσεις, όπως άλλωστε και η διάρκεια της ισχύος τους. Εκτός από τα κοινά δ. (μονοετούς ή πολυετούς διάρκειας, για ένα ή πολλά ταξίδια), υπάρχουν ειδικά δ. για τα μέλη του διπλωματικού και του προξενικού σώματος, καθώς και ειδικά δ. με τα οποία εφοδιάζονται άλλοι υπάλληλοι ή ιδιώτες που μετέχουν σε επίσημες αποστολές (υπηρεσιακά δ.). Οι κάτοχοι διπλωματικών δ. έχουν, σύμφωνα με τα διεθνή έθιμα και τις σχετικές νεότερες συμβάσεις της Γενεύης, ειδικά προνόμια και διευκολύνσεις.
* * *
το (AM διαβατήριος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. πιστοποιητικό αποδημίας σε μορφή βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό
2. φρ. «πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει σχέση με τη διάβαση
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους τού αρχηγού εκστρατευτικού σώματος πριν από τη διάβαση ποταμού ή τών ορίων τής χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. διαβατήριο χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passeport)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαβατήριο — το ειδικό βιβλιάριο, πιστοποιητικό ταυτότητας, που μας το χορηγεί το κράτος για να μπορούμε να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό: Δε χρειάζεται κανείς διαβατήριο, για να ταξιδέψει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Паспорт гражданина Греции — Обложка современного биометрического паспорта гражданина Греции Паспорт гражданина Греции выдаётся исключительно для международных поездок. С 26 августа 2006 года введены биометрические паспорта (стар …   Википедия

  • Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece …   Wikipedia

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • Διαβατήρια — τα βλ. διαβατήριο …   Dictionary of Greek

  • δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… …   Dictionary of Greek

  • λαθρεπιβάτης — ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”